Δέσιμο στα ιταλικά

Μετάφραση: δέσιμο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rilegatura, legatura, legando, legare, vincolare, vendita abbinata
Δέσιμο στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δέσιμο

δέσιμο γραβάτας διπλός κόμπος, δέσιμο γραβάτας, δέσιμο ντομάτας, δέσιμο γραβάτα, δέσιμο σαλπιγγών, δέσιμο λεξικό γλώσσας ιταλικά, δέσιμο στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • δέρμα στα ιταλικά - cute, epidermide, pelle, buccia, sbucciare, la pelle, della pelle, ...
  • δέρνω στα ιταλικά - ritmo, battere, battuta, picchiare, battito, bastonare, sconfiggere, ...
  • δέσμευση στα ιταλικά - impegno, l'impegno, dell'impegno, all'impegno, impegno di
  • δέσμη στα ιταλικά - mazzo, involto, pacco, mazzetto, imballaggio, fascio, confezione, ...
Τυχαίες λέξεις
Δέσιμο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: rilegatura, legatura, legando, legare, vincolare, vendita abbinata