Διπλασιάζω στα δανικά
Μετάφραση: διπλασιάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dobbelt, geminate
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διπλασιάζω
ατε διπλασιάζω, διπλασιάζω λεξικό γλώσσας δανικά, διπλασιάζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- διπλανός στα δανικά - siden, næste døren, ved siden, næste dør, ved siden af
- διπλαρώνω στα δανικά - overlapning, overlap, overlapninger, overlapningen, overlapper
- διπλοκατοικία στα δανικά - duplex, dupleks, dupleksudskrivning
- διπλωμάτης στα δανικά - diplomat, diplomaten, diplomater, diplomats
Τυχαίες λέξεις
Διπλασιάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dobbelt, geminate
Μεταφράσεις: dobbelt, geminate