Διπλασιάζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: διπλασιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kétszeresen, kettesben, iker, kétszeres, duplikátum, páros
Διπλασιάζω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διπλασιάζω

ατε διπλασιάζω, διπλασιάζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διπλασιάζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • διπλανός στα ουγγρικά - szomszédban, mellette lakik, a szomszédban, szomszédos, szomszéd
  • διπλαρώνω στα ουγγρικά - átfedés, átfedések, átfedést, átfedési, átfedéseket
  • διπλοκατοικία στα ουγγρικά - kettős, duplex, kétoldalas, a duplex, a kétoldalas
  • διπλωμάτης στα ουγγρικά - diplomata, diplomataként, diplomatát, diplomatája
Τυχαίες λέξεις
Διπλασιάζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kétszeresen, kettesben, iker, kétszeres, duplikátum, páros