Διπλασιάζω στα τούρκικα

Μετάφραση: διπλασιάζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çift, ikizleştirmek, geminate, çiftler halinde, çiftli, çift yapmak
Διπλασιάζω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διπλασιάζω

ατε διπλασιάζω, διπλασιάζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, διπλασιάζω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • διπλανός στα τούρκικα - yandaki, yanındaki kapı, sonraki kapı, bitişiğinde, yanında
  • διπλαρώνω στα τούρκικα - üst üste gelme, örtüşme, çakışma, bindirme, üst üste binme
  • διπλοκατοικία στα τούρκικα - dubleks, dupleks, çift yönlü, çift taraflı, önlü arkalı
  • διπλωμάτης στα τούρκικα - diplomat, diplomatı, The Diplomat, bir diplomat
Τυχαίες λέξεις
Διπλασιάζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: çift, ikizleştirmek, geminate, çiftler halinde, çiftli, çift yapmak