Διπλασιάζω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: διπλασιάζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
geminate
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διπλασιάζω
ατε διπλασιάζω, διπλασιάζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, διπλασιάζω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- διπλανός στα σλαβομακεδονικά - од соседството, соседната, следната врата, соседството, во соседството
- διπλαρώνω στα σλαβομακεδονικά - преклопување, преклопуваат, поклопуваат, преклоп, се преклопуваат
- διπλοκατοικία στα σλαβομακεδονικά - дуплекс, duplex, двострано, двонасочно, двостран
- διπλωμάτης στα σλαβομακεδονικά - дипломат, дипломатот, дипломат од, дипломат на
Τυχαίες λέξεις
Διπλασιάζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: geminate
Μεταφράσεις: geminate