Διπλασιάζω στα ρουμανικά
Μετάφραση: διπλασιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dublu, dubla, îngemănat, geminat, geminate, împerecheat, împerechea
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διπλασιάζω
ατε διπλασιάζω, διπλασιάζω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, διπλασιάζω στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- διπλανός στα ρουμανικά - alături, de alături, lângă ușă, next door, vecin
- διπλαρώνω στα ρουμανικά - suprapune, suprapunere, suprapun, se suprapun, suprapunerea
- διπλοκατοικία στα ρουμανικά - dublu, duplex, duplex de
- διπλωμάτης στα ρουμανικά - diplomat, diplomatul, diplomat de, diplomatului, Un diplomat
Τυχαίες λέξεις
Διπλασιάζω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: dublu, dubla, îngemănat, geminat, geminate, împerecheat, împerechea
Μεταφράσεις: dublu, dubla, îngemănat, geminat, geminate, împerecheat, împerechea