Διπλασιάζω στα φινλανδικά

Μετάφραση: διπλασιάζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tupla, kylvöstä
Διπλασιάζω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διπλασιάζω

ατε διπλασιάζω, διπλασιάζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, διπλασιάζω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • διπλανός στα φινλανδικά - viereinen, naapurissa, vieressä, viereisessä, naapurin
  • διπλαρώνω στα φινλανδικά - päällekkäisyys, päällekkäisyyttä, päällekkäisyyksiä, päällekkäisiä, päällekkäisyyden
  • διπλοκατοικία στα φινλανδικά - duplex, kaksipuolisen, kaksipuolinen, kaksipuolisen tulostuksen
  • διπλωμάτης στα φινλανδικά - diplomaatti, Diplomat, diplomaatin, diplomaattina
Τυχαίες λέξεις
Διπλασιάζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: tupla, kylvöstä