Διπλασιάζω στα ισλανδικά

Μετάφραση: διπλασιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tvöfalda, geminate
Διπλασιάζω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διπλασιάζω

ατε διπλασιάζω, διπλασιάζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διπλασιάζω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • διπλανός στα ισλανδικά - næsta húsi, í næsta húsi, hliðina, við hliðina
  • διπλαρώνω στα ισλανδικά - skarast, skörun, skörun á
  • διπλοκατοικία στα ισλανδικά - duplex, Tvíhliða, íbúð, tvíátta
  • διπλωμάτης στα ισλανδικά - erindreki, stjórnmálamaður, ríkiserindreki, sendiráðum
Τυχαίες λέξεις
Διπλασιάζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: tvöfalda, geminate