Διπλασιάζω στα εσθονικά
Μετάφραση: διπλασιάζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kahendama, kaksik-
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διπλασιάζω
ατε διπλασιάζω, διπλασιάζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, διπλασιάζω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- διπλανός στα εσθονικά - kõrvalolev, kõrvalmajas, kõrval, next door, kõrvalt, naabrite
- διπλαρώνω στα εσθονικά - kõnetama, üle ulatuma, kattuvad, kattumist, kattumise, kattumine
- διπλοκατοικία στα εσθονικά - majake, duplex, dupleks, dupleksi, dupleksrežiimis
- διπλωμάτης στα εσθονικά - diplomaat, diplomaadi, diplomaadina, diplomaadile
Τυχαίες λέξεις
Διπλασιάζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kahendama, kaksik-
Μεταφράσεις: kahendama, kaksik-