Δοκιμαστικός στα δανικά

Μετάφραση: δοκιμαστικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
retssag, forsøg, retssagen, rettergang, prøve
Δοκιμαστικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δοκιμαστικός

δοκιμαστικός σωλήνας μπομπονιέρα, δοκιμαστικός συνώνυμα, λυσίασ δοκιμαστικόσ, δοκιμαστικός σωλήνας αγορά, δοκιμαστικός σκελετός, δοκιμαστικός λεξικό γλώσσας δανικά, δοκιμαστικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δοκιμάζω στα δανικά - mønster, prøve, forsøge, teste, forsøg, anstrengelse, indsats, ...
  • δοκιμασία στα δανικά - prøve, retssag, forsøg, retssagen, rettergang
  • δοκός στα δανικά - bjælke, stråle, beam, strålen, bjælken
  • δολάριο στα δανικά - dollar, dollaren, dollars, dollarens, USD
Τυχαίες λέξεις
Δοκιμαστικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: retssag, forsøg, retssagen, rettergang, prøve