Δοκιμαστικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δοκιμαστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
julgamento, ensaio, experimentação, processo, experimental
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοκιμαστικός
δοκιμαστικός σωλήνας μπομπονιέρα, δοκιμαστικός συνώνυμα, λυσίασ δοκιμαστικόσ, δοκιμαστικός σωλήνας αγορά, δοκιμαστικός σκελετός, δοκιμαστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δοκιμαστικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δοκιμάζω στα πορτογαλικά - esforço, mesmo, espécime, experimentar, mesma, tentar, amostra, ...
- δοκιμασία στα πορτογαλικά - teste, esforço, julgamentos, prova, experiência, testes, exame, ...
- δοκός στα πορτογαλικά - feixe, raio, barrote, briga, trave, madeiro, viga, ...
- δολάριο στα πορτογαλικά - boneca, dólar, dólares, do dólar, dólar de, de dólar
Τυχαίες λέξεις
Δοκιμαστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: julgamento, ensaio, experimentação, processo, experimental
Μεταφράσεις: julgamento, ensaio, experimentação, processo, experimental