Δοκιμαστικός στα πολωνικά

Μετάφραση: δοκιμαστικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
doświadczalny, eksperymentalny, próba, test, doświadczenie, próby, proces
Δοκιμαστικός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δοκιμαστικός

δοκιμαστικός σωλήνας μπομπονιέρα, δοκιμαστικός συνώνυμα, λυσίασ δοκιμαστικόσ, δοκιμαστικός σωλήνας αγορά, δοκιμαστικός σκελετός, δοκιμαστικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, δοκιμαστικός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • δοκιμάζω στα πολωνικά - wypróbowywać, próbka, oznaczenie, przymierzyć, spróbować, analiza, próbkować, ...
  • δοκιμασία στα πολωνικά - męka, gehenna, przesłuchanie, katorga, doświadczenie, rozprawa, przeżycie, ...
  • δοκός στα πολωνικά - belka, bela, wiązka, promień, równoważnia, promieniować, trawers, ...
  • δολάριο στα πολωνικά - dolar, dolara, dollar, dolarów, Dolar amerykański
Τυχαίες λέξεις
Δοκιμαστικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: doświadczalny, eksperymentalny, próba, test, doświadczenie, próby, proces