Δοκιμαστικός στα εσθονικά
Μετάφραση: δοκιμαστικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kohtuprotsess, uuring, kohtuprotsessi, uuringus, uuringu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοκιμαστικός
δοκιμαστικός σωλήνας μπομπονιέρα, δοκιμαστικός συνώνυμα, λυσίασ δοκιμαστικόσ, δοκιμαστικός σωλήνας αγορά, δοκιμαστικός σκελετός, δοκιμαστικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, δοκιμαστικός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- δοκιμάζω στα εσθονικά - proovima, analüüs, püüdma, proov, hinnang, näidis, proovida, ...
- δοκιμασία στα εσθονικά - katsumus, tuleproov, piinamine, kohtumenetlus, kohtuprotsess, protsess, uuring, ...
- δοκός στα εσθονικά - kang, poom, tala, lähituled, valgusvihu, beam, kiir
- δολάριο στα εσθονικά - dollar, dollari, dollari suhtes, dollarites, dollariga
Τυχαίες λέξεις
Δοκιμαστικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kohtuprotsess, uuring, kohtuprotsessi, uuringus, uuringu
Μεταφράσεις: kohtuprotsess, uuring, kohtuprotsessi, uuringus, uuringu