Δοκιμαστικός στα σουηδικά
Μετάφραση: δοκιμαστικός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
prov, prövning, försöket, försöks
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοκιμαστικός
δοκιμαστικός σωλήνας μπομπονιέρα, δοκιμαστικός συνώνυμα, λυσίασ δοκιμαστικόσ, δοκιμαστικός σωλήνας αγορά, δοκιμαστικός σκελετός, δοκιμαστικός λεξικό γλώσσας σουηδικά, δοκιμαστικός στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- δοκιμάζω στα σουηδικά - prövning, pröva, smaka, prov, försöka, försök, prova, ...
- δοκιμασία στα σουηδικά - mål, förhör, process, prov, rättegång, försök, prövning, ...
- δοκός στα σουηδικά - stråla, skina, balk, bjälke, stråle, trålen, strålen
- δολάριο στα σουηδικά - dollar, dollarn
Τυχαίες λέξεις
Δοκιμαστικός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: prov, prövning, försöket, försöks
Μεταφράσεις: prov, prövning, försöket, försöks