Δοκιμαστικός στα ιταλικά
Μετάφραση: δοκιμαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
processo, prova, Trial, di prova, studio
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοκιμαστικός
δοκιμαστικός σωλήνας μπομπονιέρα, δοκιμαστικός συνώνυμα, λυσίασ δοκιμαστικόσ, δοκιμαστικός σωλήνας αγορά, δοκιμαστικός σκελετός, δοκιμαστικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, δοκιμαστικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- δοκιμάζω στα ιταλικά - cimentare, saggiare, assaggiare, esemplare, collaudare, tentativo, esperimento, ...
- δοκιμασία στα ιταλικά - procedimento, cimento, provino, esame, esperimento, collaudo, prova, ...
- δοκός στα ιταλικά - razza, trave, splendere, irradiare, raggio, fascio, fascio di, ...
- δολάριο στα ιταλικά - dollaro, dollari, del dollaro, di dollari, dollar
Τυχαίες λέξεις
Δοκιμαστικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: processo, prova, Trial, di prova, studio
Μεταφράσεις: processo, prova, Trial, di prova, studio