Εγείρομαι στα δανικά
Μετάφραση: εγείρομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stige, stiger, rejse, at stige, stigning
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγείρομαι
εγείρομαι εγέρθητι, εγείρω εγείρομαι, εγείρομαι συνώνυμο, εγείρομαι κλίση, εγείρομαι κλίση ρήματοσ, εγείρομαι λεξικό γλώσσας δανικά, εγείρομαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- εγγύηση στα δανικά - garanti, garantien, garanti for, sikkerhedsstillelse
- εγγύτητα στα δανικά - nærhed, nærheden, såsom, tæt, afstand
- εγκάθετος στα δανικά - tunge, sidde, Læn dig, Sid, Sit, Sæt dig
- εγκάρδιος στα δανικά - hjertelig, stor, solid, solidt, hjertelige
Τυχαίες λέξεις
Εγείρομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stige, stiger, rejse, at stige, stigning
Μεταφράσεις: stige, stiger, rejse, at stige, stigning