Εγείρομαι στα λιθουανικά
Μετάφραση: εγείρομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kilti, pakilti, didės, padidėti, pakils
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγείρομαι
εγείρομαι εγέρθητι, εγείρω εγείρομαι, εγείρομαι συνώνυμο, εγείρομαι κλίση, εγείρομαι κλίση ρήματοσ, εγείρομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εγείρομαι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εγγύηση στα λιθουανικά - garantija, garantijos, garantijų, garantiją
- εγγύτητα στα λιθουανικά - artimumas, artumas, netoliese, artumo, arti
- εγκάθετος στα λιθουανικά - liežuvis, sėdėti, sėdi, Sit, pasėdėti, atsisėsti
- εγκάρδιος στα λιθουανικά - šiltas, malonus, likeris, mandagus, širdingas, nuoširdus, gausus, ...
Τυχαίες λέξεις
Εγείρομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kilti, pakilti, didės, padidėti, pakils
Μεταφράσεις: kilti, pakilti, didės, padidėti, pakils