Εγείρομαι στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: εγείρομαι, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зголеми, се зголеми, расте, да се зголеми, се зголемува
Εγείρομαι στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγείρομαι

εγείρομαι εγέρθητι, εγείρω εγείρομαι, εγείρομαι συνώνυμο, εγείρομαι κλίση, εγείρομαι κλίση ρήματοσ, εγείρομαι λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εγείρομαι στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • εγγύηση στα σλαβομακεδονικά - гаранција, гаранцијата, гаранции, гаранција за, гарантниот
  • εγγύτητα στα σλαβομακεδονικά - близина, близината, блискоста, блискост, за близина
  • εγκάθετος στα σλαβομακεδονικά - јазик, Седнете, седат, Седи, Опуштете, Седни
  • εγκάρδιος στα σλαβομακεδονικά - срдечна, обилен, еснафски, обилно, искрен
Τυχαίες λέξεις
Εγείρομαι στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: зголеми, се зголеми, расте, да се зголеми, се зголемува