Εγείρομαι στα νορβηγικά

Μετάφραση: εγείρομαι, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stige, øke, stiger, øker, heve
Εγείρομαι στα νορβηγικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγείρομαι

εγείρομαι εγέρθητι, εγείρω εγείρομαι, εγείρομαι συνώνυμο, εγείρομαι κλίση, εγείρομαι κλίση ρήματοσ, εγείρομαι λεξικό γλώσσας νορβηγικά, εγείρομαι στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • εγγύηση στα νορβηγικά - forsikring, sikre, garantere, garanti, garantien, garanti for
  • εγγύτητα στα νορβηγικά - nærhet, nærheten, dra, nærhets
  • εγκάθετος στα νορβηγικά - språk, tunge, sitte, Sitt, Len deg, sitter, Sit
  • εγκάρδιος στα νορβηγικά - hjertelig, mett, næringsrik, solid, mettende
Τυχαίες λέξεις
Εγείρομαι στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: stige, øke, stiger, øker, heve