Εγείρομαι στα φινλανδικά
Μετάφραση: εγείρομαι, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ilmaantua, nostaa, kehkeytyä, siunaantua, johtua, nousta, nousevan, nousevat, kasvaa, nousu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγείρομαι
εγείρομαι εγέρθητι, εγείρω εγείρομαι, εγείρομαι συνώνυμο, εγείρομαι κλίση, εγείρομαι κλίση ρήματοσ, εγείρομαι λεξικό γλώσσας φινλανδικά, εγείρομαι στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- εγγύηση στα φινλανδικά - vakuutus, varmistaa, itsevarmuus, itseluottamus, tae, takaus, vakuus, ...
- εγγύτητα στα φινλανδικά - läsnäolo, läheisyys, lähellä, läheisyydessä, läheisyyden
- εγκάθετος στα φινλανδικά - kieli, istua, Istu, Sit, istumaan, istuvat
- εγκάρδιος στα φινλανδικά - ystävällinen, mukava, likööri, herttainen, lämmin, rempseä, runsas, ...
Τυχαίες λέξεις
Εγείρομαι στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: ilmaantua, nostaa, kehkeytyä, siunaantua, johtua, nousta, nousevan, nousevat, kasvaa, nousu
Μεταφράσεις: ilmaantua, nostaa, kehkeytyä, siunaantua, johtua, nousta, nousevan, nousevat, kasvaa, nousu