Εγείρομαι στα ισπανικά

Μετάφραση: εγείρομαι, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nacer, salir, surgir, subir, levantarse, aumento, ascender, alza
Εγείρομαι στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγείρομαι

εγείρομαι εγέρθητι, εγείρω εγείρομαι, εγείρομαι συνώνυμο, εγείρομαι κλίση, εγείρομαι κλίση ρήματοσ, εγείρομαι λεξικό γλώσσας ισπανικά, εγείρομαι στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • εγγύηση στα ισπανικά - garantizar, abono, convicción, asegurar, aseguramiento, fianza, garantir, ...
  • εγγύτητα στα ισπανικά - proximidad, cercanía, la proximidad, cerca, de proximidad
  • εγκάθετος στα ισπανικά - lengua, sentarse, sentar, Siéntese, Siéntate, Sit
  • εγκάρδιος στα ισπανικά - cordial, abundante, campechano, caluroso, calurosa
Τυχαίες λέξεις
Εγείρομαι στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: nacer, salir, surgir, subir, levantarse, aumento, ascender, alza