Εγείρομαι στα ουκρανικά

Μετάφραση: εγείρομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
воскрети, піднятися, здійматися, поставати, зростання, ріст, зріст
Εγείρομαι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγείρομαι

εγείρομαι εγέρθητι, εγείρω εγείρομαι, εγείρομαι συνώνυμο, εγείρομαι κλίση, εγείρομαι κλίση ρήματοσ, εγείρομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εγείρομαι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εγγύηση στα ουκρανικά - завірення, завіряння, запорука, гарантування, упевненість, заставу, гарантія, ...
  • εγγύτητα στα ουκρανικά - близькість
  • εγκάθετος στα ουκρανικά - тріщати, клакер, мову, тріскотіти, тріскачка, сидіти, сидітиме, ...
  • εγκάρδιος στα ουκρανικά - сердечний, серцевий
Τυχαίες λέξεις
Εγείρομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: воскрети, піднятися, здійматися, поставати, зростання, ріст, зріст