Εγείρομαι στα ρουμανικά
Μετάφραση: εγείρομαι, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
crește, ridica, crească, creasca, se ridice
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγείρομαι
εγείρομαι εγέρθητι, εγείρω εγείρομαι, εγείρομαι συνώνυμο, εγείρομαι κλίση, εγείρομαι κλίση ρήματοσ, εγείρομαι λεξικό γλώσσας ρουμανικά, εγείρομαι στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- εγγύηση στα ρουμανικά - garanţie, încredere, garanție, garantare, de garantare, de garanție, Garanția
- εγγύτητα στα ρουμανικά - proximitate, proximitatea, apropierea, imediata, de proximitate
- εγκάθετος στα ρουμανικά - limbă, sta, Stai, Sit, Oaspeții, Așezați
- εγκάρδιος στα ρουμανικά - cordial, afabil, lichior, consistent, copioasă, consistente, copios, ...
Τυχαίες λέξεις
Εγείρομαι στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: crește, ridica, crească, creasca, se ridice
Μεταφράσεις: crește, ridica, crească, creasca, se ridice