Εγείρομαι στα ιταλικά

Μετάφραση: εγείρομαι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sorgere, salire, aumentare, aumento, crescere
Εγείρομαι στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγείρομαι

εγείρομαι εγέρθητι, εγείρω εγείρομαι, εγείρομαι συνώνυμο, εγείρομαι κλίση, εγείρομαι κλίση ρήματοσ, εγείρομαι λεξικό γλώσσας ιταλικά, εγείρομαι στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εγγύηση στα ιταλικά - assicurazione, assicurare, certezza, garantire, garanzia, baldanza, cauzione, ...
  • εγγύτητα στα ιταλικά - prossimità, vicinanza, vicinanze, di prossimità, pressi
  • εγκάθετος στα ιταλικά - lingua, sedersi, Sit, sedere, Sedetevi, Siediti
  • εγκάρδιος στα ιταλικά - affettuoso, cordiale, caloroso, ricca, abbondante, un'abbondante
Τυχαίες λέξεις
Εγείρομαι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: sorgere, salire, aumentare, aumento, crescere