Εγείρομαι στα εσθονικά
Μετάφραση: εγείρομαι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tõusma, kerkima, tekkima, tõusta, tõusevad, tõuse, tõus
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγείρομαι
εγείρομαι εγέρθητι, εγείρω εγείρομαι, εγείρομαι συνώνυμο, εγείρομαι κλίση, εγείρομαι κλίση ρήματοσ, εγείρομαι λεξικό γλώσσας εσθονικά, εγείρομαι στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- εγγύηση στα εσθονικά - tagamine, kindlus, kinnitus, tagama, tagatis, garanteerima, garantii, ...
- εγγύτητα στα εσθονικά - ligidus, lähedus, läheduses, läheduse, lähedus kohtadele, lähedust
- εγκάθετος στα εσθονικά - vahelehüüdja, istuma, istuda, istu, istuvad, sit
- εγκάρδιος στα εσθονικά - jõuduandev, osavõtlik, puuviljaliköör, rõõmsameelne, südamlik, rikkalik, südamliku, ...
Τυχαίες λέξεις
Εγείρομαι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tõusma, kerkima, tekkima, tõusta, tõusevad, tõuse, tõus
Μεταφράσεις: tõusma, kerkima, tekkima, tõusta, tõusevad, tõuse, tõus