Εγείρομαι στα σουηδικά

Μετάφραση: εγείρομαι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stiga, öka, stiger, att stiga, ökar
Εγείρομαι στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγείρομαι

εγείρομαι εγέρθητι, εγείρω εγείρομαι, εγείρομαι συνώνυμο, εγείρομαι κλίση, εγείρομαι κλίση ρήματοσ, εγείρομαι λεξικό γλώσσας σουηδικά, εγείρομαι στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • εγγύηση στα σουηδικά - försäkra, säkerhet, garanti, försäkring, visshet, borgen, garantera, ...
  • εγγύτητα στα σουηδικά - närhet, närheten, anslutning, närhets, däribland
  • εγκάθετος στα σουηδικά - språk, sitta, Sitt, Luta dig, sit, Luta
  • εγκάρδιος στα σουηδικά - hjärtlig, stadig, rejäl, rikliga, hjärtligt, hjärt
Τυχαίες λέξεις
Εγείρομαι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: stiga, öka, stiger, att stiga, ökar