Εγείρομαι στα τούρκικα

Μετάφραση: εγείρομαι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
artış, yükselmeye, artmaya, yükselecek, yükselme
Εγείρομαι στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγείρομαι

εγείρομαι εγέρθητι, εγείρω εγείρομαι, εγείρομαι συνώνυμο, εγείρομαι κλίση, εγείρομαι κλίση ρήματοσ, εγείρομαι λεξικό γλώσσας τούρκικα, εγείρομαι στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • εγγύηση στα τούρκικα - sağlamlaştırmak, teminat, sağlamak, garanti, garantisi, bir garanti, güvence
  • εγγύτητα στα τούρκικα - yakınlık, yakınlığı, yaklaşım, noktalarına yakınlığı, gibi noktalarına yakınlığı
  • εγκάθετος στα τούρκικα - dil, söz, oturmak, oturup, sit, yaslanın, yaslanarak
  • εγκάρδιος στα τούρκικα - içten, sevimli, candan, doyurucu, doyurucu bir, leziz, bol
Τυχαίες λέξεις
Εγείρομαι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: artış, yükselmeye, artmaya, yükselecek, yükselme