Εκλιπαρώ στα δανικά

Μετάφραση: εκλιπαρώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tørster, beder, beder om, higer, higer efter
Εκλιπαρώ στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκλιπαρώ

εκλιπαρώ λεξικό, εκλιπαρώ στα αγγλικα, εκλιπαρώ συνωνυμο, εκλιπαρώ συνώνυμα, εκλιπαρώ βικιλεξικο, εκλιπαρώ λεξικό γλώσσας δανικά, εκλιπαρώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εκλεκτός στα δανικά - valg, valgt, valgte, vælges, udvalgt, er valgt
  • εκλεπτυσμένος στα δανικά - elegant, sofistikerede, sofistikeret, avanceret, avancerede, raffineret
  • εκλογές στα δανικά - valg, valget, valgene, valg til
  • εκλογικός στα δανικά - valg, valget, valgt
Τυχαίες λέξεις
Εκλιπαρώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tørster, beder, beder om, higer, higer efter