Εκλιπαρώ στα ολλανδικά
Μετάφραση: εκλιπαρώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
begeren, smeken, hunkeren, hunkeren naar, hunkert
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκλιπαρώ
εκλιπαρώ λεξικό, εκλιπαρώ στα αγγλικα, εκλιπαρώ συνωνυμο, εκλιπαρώ συνώνυμα, εκλιπαρώ βικιλεξικο, εκλιπαρώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εκλιπαρώ στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εκλεκτός στα ολλανδικά - keus, alternatief, keuze, optie, keur, verkiezing, uitgekozen, ...
- εκλεπτυσμένος στα ολλανδικά - zwierig, keurig, delicaat, net, subtiel, fijn, iel, ...
- εκλογές στα ολλανδικά - verkiezing, keur, keuze, optie, keus, verkiezingen, de verkiezingen, ...
- εκλογικός στα ολλανδικά - verkiezing, verkiezingen, verkiezing van, de verkiezing, de verkiezingen
Τυχαίες λέξεις
Εκλιπαρώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: begeren, smeken, hunkeren, hunkeren naar, hunkert
Μεταφράσεις: begeren, smeken, hunkeren, hunkeren naar, hunkert