Εκλιπαρώ στα τούρκικα

Μετάφραση: εκλιπαρώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yalvarmak, istemek, can atıyorum, hasret, crave
Εκλιπαρώ στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκλιπαρώ

εκλιπαρώ λεξικό, εκλιπαρώ στα αγγλικα, εκλιπαρώ συνωνυμο, εκλιπαρώ συνώνυμα, εκλιπαρώ βικιλεξικο, εκλιπαρώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, εκλιπαρώ στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • εκλεκτός στα τούρκικα - tercih, saylama, seçme, seçilmiş, seçilen, seçtiğiniz, seçilmiştir, ...
  • εκλεπτυσμένος στα τούρκικα - şık, ince, sofistike, gelişmiş, karmaşık, sofistike bir, gelişmiş bir
  • εκλογές στα τούρκικα - seçim, seçimler, seçimleri, seçimlerin, seçimlerinin, seçimlerinde
  • εκλογικός στα τούρκικα - seçim, seçimi, seçimleri, seçilmesi
Τυχαίες λέξεις
Εκλιπαρώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yalvarmak, istemek, can atıyorum, hasret, crave