Εκλιπαρώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: εκλιπαρώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
благайте, витяг, благати, жадати, спраги, прагнути, прагнутиме, бажати
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκλιπαρώ
εκλιπαρώ λεξικό, εκλιπαρώ στα αγγλικα, εκλιπαρώ συνωνυμο, εκλιπαρώ συνώνυμα, εκλιπαρώ βικιλεξικο, εκλιπαρώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εκλιπαρώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εκλεκτός στα ουκρανικά - альтернатива, вибір, вибраний, обраний, Вибрана, вибране, Узятий
- εκλεπτυσμένος στα ουκρανικά - елегантний, вишуканий, витончений, украдливий, хитрий, очистити, вдосконалити, ...
- εκλογές στα ουκρανικά - обирання, обрання, вибори
- εκλογικός στα ουκρανικά - вибірний, виборчий, вибори
Τυχαίες λέξεις
Εκλιπαρώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: благайте, витяг, благати, жадати, спраги, прагнути, прагнутиме, бажати
Μεταφράσεις: благайте, витяг, благати, жадати, спраги, прагнути, прагнутиме, бажати