Εκλιπαρώ στα τσεχικά
Μετάφραση: εκλιπαρώ, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zapřísahat, dožadovat se, toužit po, touží, touží po, dožadovat
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκλιπαρώ
εκλιπαρώ λεξικό, εκλιπαρώ στα αγγλικα, εκλιπαρώ συνωνυμο, εκλιπαρώ συνώνυμα, εκλιπαρώ βικιλεξικο, εκλιπαρώ λεξικό γλώσσας τσεχικά, εκλιπαρώ στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- εκλεκτός στα τσεχικά - alternativa, výkvět, výběr, elita, volba, sortiment, zvolený, ...
- εκλεπτυσμένος στα τσεχικά - vkusný, elegantní, úpravný, důvtipný, uhlazený, bystrý, subtilní, ...
- εκλογές στα τσεχικά - volba, zvolení, volby, voleb, volbách, volbami
- εκλογικός στα τσεχικά - voličský, volební, volby, voleb, volba, zvolení
Τυχαίες λέξεις
Εκλιπαρώ στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: zapřísahat, dožadovat se, toužit po, touží, touží po, dožadovat
Μεταφράσεις: zapřísahat, dožadovat se, toužit po, touží, touží po, dožadovat