Μέμφομαι στα δανικά

Μετάφραση: μέμφομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bebrejdelse, bebrejde, Forhaanelse, Forsmædelse, Skændsel
Μέμφομαι στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέμφομαι

μέμφομαι συνώνυμο, μέμφομαι τον αιώνα, μέμφομαι σημασία, μέμφομαι λεξικό γλώσσας δανικά, μέμφομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μέλι στα δανικά - kære, honning, honningen, skat, honey
  • μέλος στα δανικά - penis, medlem, lem, medlemsstats, medlems-, bruger
  • μέμψη στα δανικά - Semerkhet
  • μέντα στα δανικά - mynte, mint, hel, mintgrøn, præge
Τυχαίες λέξεις
Μέμφομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bebrejdelse, bebrejde, Forhaanelse, Forsmædelse, Skændsel