Μέμφομαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: μέμφομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verwijt, verwijten, schande, smaad, smaadheid
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέμφομαι
μέμφομαι συνώνυμο, μέμφομαι τον αιώνα, μέμφομαι σημασία, μέμφομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μέμφομαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μέλι στα ολλανδικά - honing, honig, schat, de honing, honey
- μέλος στα ολλανδικά - penis, lidmaat, aanhanger, lid
- μέμψη στα ολλανδικά - verwerping, afkeuring, wraking, Semerkhet
- μέντα στα ολλανδικά - kruizemunt, munt, overvloed, pepermunt, mint, nieuwstaat, ongebruikt, ...
Τυχαίες λέξεις
Μέμφομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verwijt, verwijten, schande, smaad, smaadheid
Μεταφράσεις: verwijt, verwijten, schande, smaad, smaadheid