Μέμφομαι στα σουηδικά

Μετάφραση: μέμφομαι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förebråelse, förebrå, smälek, förebråelser, förebrår
Μέμφομαι στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέμφομαι

μέμφομαι συνώνυμο, μέμφομαι τον αιώνα, μέμφομαι σημασία, μέμφομαι λεξικό γλώσσας σουηδικά, μέμφομαι στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • μέλι στα σουηδικά - honung, honungs, honungen, älskling
  • μέλος στα σουηδικά - medlem, ledamot, lem, medlem i, medlems, Ledamot, medlemsstats
  • μέμψη στα σουηδικά - Semerkhet
  • μέντα στα σουηδικά - mint, mynta, felfritt, myntverket
Τυχαίες λέξεις
Μέμφομαι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: förebråelse, förebrå, smälek, förebråelser, förebrår