Μέμφομαι στα σλοβενικά
Μετάφραση: μέμφομαι, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kárat, očitek, sramota, zasmeh, sramoto, zasramovanje
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέμφομαι
μέμφομαι συνώνυμο, μέμφομαι τον αιώνα, μέμφομαι σημασία, μέμφομαι λεξικό γλώσσας σλοβενικά, μέμφομαι στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- μέλι στα σλοβενικά - med, sladkost, medu, medom, honey, ljubica, srček
- μέλος στα σλοβενικά - člen, úd, článek, član, članice, članica, člana
- μέμψη στα σλοβενικά - zavržení, Semerkhet
- μέντα στα σλοβενικά - máta, mint, mete, meta, metinega, metin
Τυχαίες λέξεις
Μέμφομαι στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: kárat, očitek, sramota, zasmeh, sramoto, zasramovanje
Μεταφράσεις: kárat, očitek, sramota, zasmeh, sramoto, zasramovanje