Μέμφομαι στα φινλανδικά

Μετάφραση: μέμφομαι, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
moite, moittia, häväistyksen, häväistykseksi, moitetta
Μέμφομαι στα φινλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέμφομαι

μέμφομαι συνώνυμο, μέμφομαι τον αιώνα, μέμφομαι σημασία, μέμφομαι λεξικό γλώσσας φινλανδικά, μέμφομαι στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • μέλι στα φινλανδικά - kulta, hunaja, mesi, hunajaa, hunajan, honey
  • μέλος στα φινλανδικά - osanottaja, alkio, kalu, osallistuja, haara, oksa, jäsen, ...
  • μέμψη στα φινλανδικά - arvostella, Semerkhet
  • μέντα στα φινλανδικά - minttu, paljon, Mint, minttua, mintun, rahapajan
Τυχαίες λέξεις
Μέμφομαι στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: moite, moittia, häväistyksen, häväistykseksi, moitetta