Μέμφομαι στα ιταλικά

Μετάφραση: μέμφομαι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vituperare, rimprovero, rimproverare, biasimo, vituperio, obbrobrio
Μέμφομαι στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέμφομαι

μέμφομαι συνώνυμο, μέμφομαι τον αιώνα, μέμφομαι σημασία, μέμφομαι λεξικό γλώσσας ιταλικά, μέμφομαι στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • μέλι στα ιταλικά - miele, il miele, di miele, tesoro, miele di
  • μέλος στα ιταλικά - membro, ramo, pene, componente, socio, arto, membro di, ...
  • μέμψη στα ιταλικά - biasimare, critica, biasimo, disapprovazione, disapprovare, criticare, censura, ...
  • μέντα στα ιταλικά - menta, di menta, zecca, alla menta, la menta
Τυχαίες λέξεις
Μέμφομαι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: vituperare, rimprovero, rimproverare, biasimo, vituperio, obbrobrio