Μέμφομαι στα λευκορωσικά

Μετάφραση: μέμφομαι, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
папрок, дакор, яго папрок, закід
Μέμφομαι στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέμφομαι

μέμφομαι συνώνυμο, μέμφομαι τον αιώνα, μέμφομαι σημασία, μέμφομαι λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, μέμφομαι στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • μέλι στα λευκορωσικά - мядзь, мёд, мед
  • μέλος στα λευκορωσικά - член, сябра, чалец, сябар, чэлес
  • μέμψη στα λευκορωσικά - Semerkhet
  • μέντα στα λευκορωσικά - мята
Τυχαίες λέξεις
Μέμφομαι στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: папрок, дакор, яго папрок, закід