Μέμφομαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μέμφομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
censura, vergonha, censurar, opróbrio, reprovação
Μέμφομαι στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέμφομαι

μέμφομαι συνώνυμο, μέμφομαι τον αιώνα, μέμφομαι σημασία, μέμφομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μέμφομαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μέλι στα πορτογαλικά - são, honesto, mel, de mel, o mel, do mel, querida
  • μέλος στα πορτογαλικά - lírio, sócio, derreter, membro, cidadão, membro do, membro do programa
  • μέμψη στα πορτογαλικά - censurar, Semerkhet
  • μέντα στα πορτογαλικά - ministério, hortelã, menta, mint, de hortelã, da hortelã
Τυχαίες λέξεις
Μέμφομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: censura, vergonha, censurar, opróbrio, reprovação