Μπόι στα δανικά

Μετάφραση: μπόι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
konstruere, bygge, højde, højden
Μπόι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπόι

μπόι τζορτζ, τέντυ μπόι, μπόι βικιλεξικο, πλέι μπόι, τζον μπόι, μπόι λεξικό γλώσσας δανικά, μπόι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μπροστινός στα δανικά - frem, fremad, frem til, videre
  • μπρούτζος στα δανικά - bronze, fræk, skamløse, uforskammede, frække, skamløs
  • μπόλι στα δανικά - inokulum, inoculum, podestof, podestoffet, podemateriale
  • μπόλικος στα δανικά - partier, masser, meget, mange, masse
Τυχαίες λέξεις
Μπόι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: konstruere, bygge, højde, højden