Μπόι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μπόι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
erigir, configuração, edificar, altura, altura de, de altura, altura do, a altura
Μπόι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπόι

μπόι τζορτζ, τέντυ μπόι, μπόι βικιλεξικο, πλέι μπόι, τζον μπόι, μπόι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μπόι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μπροστινός στα πορτογαλικά - despachar, expedir, quarenta, avante, adiante, para a frente, à frente, ...
  • μπρούτζος στα πορτογαλικά - bronze, bronzear, descarado, de bronze, descarada, brazen
  • μπόλι στα πορτογαλικά - inóculo, inoculo, de inóculo, in�ulo, do inóculo
  • μπόλικος στα πορτογαλικά - grande quantidade, lotes, muitos, muitas, muita
Τυχαίες λέξεις
Μπόι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: erigir, configuração, edificar, altura, altura de, de altura, altura do, a altura