Μπόι στα λιθουανικά
Μετάφραση: μπόι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
statyti, konstrukcija, konstitucija, aukštis, Ūgis, aukščio, aukštį
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπόι
μπόι τζορτζ, τέντυ μπόι, μπόι βικιλεξικο, πλέι μπόι, τζον μπόι, μπόι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μπόι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μπροστινός στα λιθουανικά - pirmyn, priekį, į priekį, pateikti, pateikia
- μπρούτζος στα λιθουανικά - bronza, varinis, Naglių, įžūliam, varinę, begėdis
- μπόλι στα λιθουανικά - užkratas, inokuliatas, inokuliantą, inokuliato, inokuliantas
- μπόλικος στα λιθουανικά - sklypai, daug, lots, partijos, daugybė
Τυχαίες λέξεις
Μπόι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: statyti, konstrukcija, konstitucija, aukštis, Ūgis, aukščio, aukštį
Μεταφράσεις: statyti, konstrukcija, konstitucija, aukštis, Ūgis, aukščio, aukštį