Μπόι στα τούρκικα
Μετάφραση: μπόι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kurmak, yapmak, yükseklik, yüksekliği, boy, height, yükseklikte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπόι
μπόι τζορτζ, τέντυ μπόι, μπόι βικιλεξικο, πλέι μπόι, τζον μπόι, μπόι λεξικό γλώσσας τούρκικα, μπόι στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- μπροστινός στα τούρκικα - ileri, ileriye, öne, ileriye doğru, vadeli
- μπρούτζος στα τούρκικα - tunç, bronz, pirinç, yüzsüz, brazen, arsız, utanmaz
- μπόλι στα τούρκικα - inokulum, inokülum, inokülüm, inokülumun
- μπόλικος στα τούρκικα - çok, sürü, bir sürü, çok sayıda, birçok
Τυχαίες λέξεις
Μπόι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kurmak, yapmak, yükseklik, yüksekliği, boy, height, yükseklikte
Μεταφράσεις: kurmak, yapmak, yükseklik, yüksekliği, boy, height, yükseklikte