Μπόι στα ιταλικά
Μετάφραση: μπόι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fabbricare, edificare, costruzione, costruire, altezza, l'altezza, in altezza, altezza di, di altezza
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπόι
μπόι τζορτζ, τέντυ μπόι, μπόι βικιλεξικο, πλέι μπόι, τζον μπόι, μπόι λεξικό γλώσσας ιταλικά, μπόι στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- μπροστινός στα ιταλικά - anteriore, spedire, avanti, in avanti, ora, l'ora, forward
- μπρούτζος στα ιταλικά - bronzo, sfacciato, sfacciata, di bronzo, sfrontato, di rame
- μπόλι στα ιταλικά - inoculo, dell'inoculo, di inoculo, l'inoculo
- μπόλικος στα ιταλικά - lotti, sacco, un sacco, molto, molti
Τυχαίες λέξεις
Μπόι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: fabbricare, edificare, costruzione, costruire, altezza, l'altezza, in altezza, altezza di, di altezza
Μεταφράσεις: fabbricare, edificare, costruzione, costruire, altezza, l'altezza, in altezza, altezza di, di altezza