Μπόι στα ολλανδικά

Μετάφραση: μπόι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
construeren, metselen, maken, bouwen, aanleggen, hoogte, lengte, de hoogte, hoogte van, hoog
Μπόι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπόι

μπόι τζορτζ, τέντυ μπόι, μπόι βικιλεξικο, πλέι μπόι, τζον μπόι, μπόι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μπόι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μπροστινός στα ολλανδικά - aanvaller, voorwaarts, vooruit, voorspeler, naar voren, voren, voorwaartse
  • μπρούτζος στα ολλανδικά - bronzen, brons, koperen, brutale, schaamteloze, brutaal
  • μπόλι στα ολλανδικά - inoculum, entstof, ent, entmateriaal, het inoculum
  • μπόλικος στα ολλανδικά - veel, percelen, heel veel, kavels, tal
Τυχαίες λέξεις
Μπόι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: construeren, metselen, maken, bouwen, aanleggen, hoogte, lengte, de hoogte, hoogte van, hoog