Μπόι στα τσεχικά
Μετάφραση: μπόι, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sloh, postavit, budovat, vybudovat, stavět, výška, výšky, výškově, výšku, výšce
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπόι
μπόι τζορτζ, τέντυ μπόι, μπόι βικιλεξικο, πλέι μπόι, τζον μπόι, μπόι λεξικό γλώσσας τσεχικά, μπόι στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- μπροστινός στα τσεχικά - přední, dopravit, postoupit, odeslat, útočník, poslat, zaslat, ...
- μπρούτζος στα τσεχικά - bronz, drzý, drzá, bezostyšné, bezostyšný, bezostyšná
- μπόλι στα τσεχικά - potomek, odnož, očkovací, inokulum, očkovací látka, inokula, očkovací materiál
- μπόλικος στα τσεχικά - všeobecný, četný, častý, početný, obecný, bohatý, hojný, ...
Τυχαίες λέξεις
Μπόι στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: sloh, postavit, budovat, vybudovat, stavět, výška, výšky, výškově, výšku, výšce
Μεταφράσεις: sloh, postavit, budovat, vybudovat, stavět, výška, výšky, výškově, výšku, výšce