Μπόι στα λευκορωσικά

Μετάφραση: μπόι, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
будаваць, вышыня, кароткія, кароткія хвалі, Паднімаюцца, Сярэдняя вышыня
Μπόι στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπόι

μπόι τζορτζ, τέντυ μπόι, μπόι βικιλεξικο, πλέι μπόι, τζον μπόι, μπόι λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, μπόι στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • μπροστινός στα λευκορωσικά - перад, наперад, ўперад, уперад
  • μπρούτζος στα λευκορωσικά - медны, медную, медзяны
  • μπόλι στα λευκορωσικά - прышчэпачны, прывівачны, для прышчэплівання, прышчэплівання
  • μπόλικος στα λευκορωσικά - шмат, многа
Τυχαίες λέξεις
Μπόι στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: будаваць, вышыня, кароткія, кароткія хвалі, Паднімаюцца, Сярэдняя вышыня