Πριμοδότηση στα δανικά
Μετάφραση: πριμοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
præmie, Premium, præmien, praemie
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πριμοδότηση
πριμοδότηση αθλητών, πριμοδότηση πρώτου κόμματος, πριμοδότηση λεξικό γλώσσας δανικά, πριμοδότηση στα δανικά
Μεταφράσεις
- πρηνής στα δανικά - procumbent
- πριμ στα δανικά - bonusser, bonus, tillæg, bonuser
- πριν στα δανικά - før, inden, siden
- πριονίζω στα δανικά - save, sav, jag
Τυχαίες λέξεις
Πριμοδότηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: præmie, Premium, præmien, praemie
Μεταφράσεις: præmie, Premium, præmien, praemie