Πριμοδότηση στα φινλανδικά

Μετάφραση: πριμοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vakuutusmaksu, runsaus, palkkio, palkkion, Ensiluokkaiset, Premium
Πριμοδότηση στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πριμοδότηση

πριμοδότηση αθλητών, πριμοδότηση πρώτου κόμματος, πριμοδότηση λεξικό γλώσσας φινλανδικά, πριμοδότηση στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • πρηνής στα φινλανδικά - altis, taipuvainen, procumbent
  • πριμ στα φινλανδικά - palkkalisä, bonukset, bonuksia, palkkiot, tävät lisät, bonusten
  • πριν στα φινλανδικά - ennalta, ennen, edessä, sitten, etukäteen, ennemmin, eteen, ...
  • πριονίζω στα φινλανδικά - saha, näki, havaitsi, koki, näkivät, puuska, pykälä, ...
Τυχαίες λέξεις
Πριμοδότηση στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: vakuutusmaksu, runsaus, palkkio, palkkion, Ensiluokkaiset, Premium